- σεκρετάριος
- και σεκριτάριος και σηκρητάριος και σεκρετικός, ο, ΝΜ(στο Βυζ.) υπάλληλος τής γραμματείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secretarius < secretus μτχ. τού secerno «διακρίνω, χωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεκρετέρ — το, Ν άκλ. είδος επίπλου που χρησιμοποιείται ως γραφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. secretaire «είδος γραφείου, γραμματοφυλάκιο» (βλ. λ. σεκρετάριος, σεκρέτο)] … Dictionary of Greek
σεκρετικός — ο, ΝΜ βλ. σεκρετάριος … Dictionary of Greek
σεκριτάριος — ο, ΝΜ βλ. σεκρετάριος … Dictionary of Greek
σηκρητάριος — ο, ΝΜ βλ. σεκρετάριος … Dictionary of Greek
Σαγιταριίδες — (Sagittariidae). Οικογένεια αρπακτικών πτηνών της τάξης των γυποειδών. Χαρακτηρίζεται από πολύ μακριούς ταρσούς μπροστά στα δάχτυλα, τα οποία είναι πολύ δυνατά. Περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το σαγιτάριο τον ερπόμενο, γνωστό και με τις κοινές… … Dictionary of Greek